περιαλιφή

περιαλιφή
ἡ, Α
επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παρλλ. τού ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ἀλείφω*, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ-αλιφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”